Ο καρκίνος της ουροδόχου κύστης είναι το δεύτερο πιο συχνό νεόπλασμα του ουροποιογεννητικού συστήματος με αρκετά μεγαλύτερη συχνότητα στους άντρες συγκριτικά με τις γυναίκες.
Πιο συχνά εμφανίζεται ως επιφανειακός όπου ο καρκίνος περιορίζεται στο επιφανειακό στρώμα του τοιχώματος της κύστης ενώ η διηθητική μορφή της νόσου αποτελεί την πιο απειλητική μορφή, επειδή έχει προχωρήσει σε πιο βαθιά στρώματα (μυϊκό χιτώνα) της ουροδόχου κύστης με αποτέλεσμα αυξημένο κίνδυνο μεταστάσεων.
Παράγοντες κινδύνου εμφάνισής τη νόσου είναι το κάπνισμα (2.5 φορές μεγαλύτερος κίνδυνος), η προχωρημένη ηλικία (>65), η έκθεση σε χημικές ουσίες (βιομηχανικά ελαστικά, βαφές), η χημειοθεραπεία με φάρμακα όπως η κυκλοφωσφαμίδη καθώς και η ακτινοβολία στην περιοχή της πυέλου. Το πιο συχνό σύμπτωμα εμφάνισης της νόσου είναι η αιματουρία η οποία μπορεί να μην είναι συνεχής αλλά να εμφανίζεται κατά διαστήματα.
Άλλα συμπτώματα μπορεί να είναι η επώδυνη ούρηση, η συχνουρία, η επιτακτική ούρηση ενώ σε προχωρημένα στάδια μπορεί να εμφανιστεί αδυναμία και απώλεια βάρους.
Για τη διάγνωση της νόσου χρησιμοποιείται η γενική εξέταση ούρων, η κυστεοσκόπηση, η κυτταρολογική εξέταση ούρων και η αξονική τομογραφία-πυελογραφία.
Θεραπεία καρκίνου της ουροδόχου κύστης
Η θεραπεία των επιφανειακών όγκων γίνεται με τη διουρηθρική αφαίρεση του όγκου με απευθείας όραση μέσω της ουρήθρας με ειδικό εργαλείο κατά την οποία αφαιρείται όλος ο όγκος μέχρι την βάση του.
Η βιοψία θα δείξει το βάθος (στάδιο) εξάπλωσής της νόσου. Σε όγκους σταδίου Τ1 (διήθηση του χορίου) συμπληρωματικά μπορεί να χρειαστεί ενδοκυστική χημειοθεραπεία ή ανοσοθεραπεία. Αυτές οι ενδοκυστικές εγχύσεις γίνονται περιοδικά με τη χρήση ενός λεπτού ουροκαθετήρα μέσω του οποίου εγχέεται το φάρμακο μέσα στην κύστη.
Η θεραπεία του διηθητικού καρκίνου είναι η ριζική κυστεκτομή κατά την οποία αφαιρείται ολόκληρη η ουροδόχος κύστη και ο προστάτης με τις σπερματοδόχους κύστεις στον άντρα, ενώ στις γυναίκες γίνεται αφαίρεση της μήτρας, των εξαρτημάτων και τμήματος του κόλπου.
Η επέμβαση μπορεί να γίνει ανοικτά, λαπαροσκοπικά ή ρομποτικά-με λαπαροσκοπική υποβοήθηση.
Η εκτροπή των ούρων γίνεται είτε με την έξοδό τους από το δέρμα (με σακουλάκι στομίας) είτε με τη δημιουργία νέας κύστης από τμήμα λεπτού εντέρου που λειτουργεί ως νέο-κύστη.
Υπάρχουν πολλές παραλλαγές εκτροπής και ο ασθενή είναι αυτός που θα πρέπει να συν-αποφασίσει με τον γιατρό του την πιο κατάλληλη. Συχνά εφαρμόζεται χημειοθεραπεία πριν από το χειρουργείο. Σε αρρώστους που δεν τους επιτρέπει η γενική τους κατάσταση να υποβληθούν σε κυστεκτομή μπορεί να εφαρμοστεί χημειοθεραπεία σε συνδυασμό με ακτινοβολία. Σε ασθενείς με μεταστάσεις εφαρμόζεται χημειοθεραπεία.
Συχνές Ερωτήσεις
- Τι είναι η ουροδόχος κύστη;
Η ουροδόχος κύστη είναι ένας κοίλο, μυϊκό όργαν σαν σάκος που αποθηκεύει ούρα και βρίσκεται στην λεκάνη.
- Πόσο συχνός είναι ο καρκίνος της ουροδόχου κύστης;
Περίπου 1 στους 110 άνδρες θα διαγνωστεί με καρκίνο της ουροδόχου κύστης πριν από την ηλικία των 75 ετών καθιστώντας τον έναν από τους 10 πιο κοινούς καρκίνους στους άνδρες. Για τις γυναίκες, η πιθανότητα είναι περίπου 1 στα 500. Οι περισσότεροι άνθρωποι που διαγιγνώσκονται με καρκίνο της ουροδόχου κύστης είναι 60 ετών και άνω, αλλά η εμφάνιση του καρκίνου μπορεί να συμβεί σε οποιαδήποτε ηλικία.
- Ποια είναι τα συμπτώματα του καρκίνου της ουροδόχου κύστης
Το πιο χαρακτηριστικό σύμπτωμα του καρκίνου της ουροδόχου κύστης είναι η παρουσία αίματος στα ούρα η γνωστή αιματουρία. Η αιματουρία συνήθως εμφανίζεται ξαφνικά και συνήθως δεν συνοδεύεται απο πόνο. Η ποσότητα του αίματος στα ούρα καθώς και η συχνότητα εμφάνισης της μπορεί να ποικίλλει.
Άλλα συμπτώματα που μπορεί να σχετίζονται με τον καρκίνο της ουροδόχου κύστης περιλαμβάνουν τα ερεθιστικού τύπου συμπτώματα απο το κατώτερο ουροποιητικό όπως είναι η συχνουρία ή η επιτακτικότητα (αίσθημα ξαφνικής επιθυμίας για ούρηση).
¨Οταν ο καρκίνος της ουροδόχου κύστης έχει επεκταθεί πέραν της ουροδόχου κύστης μπορεί να εμφανιστούν γενικά συμπτώματα όπως η αδυναμία , η απώλεια βάρους, η ανορεξία κτλ
- Ποιοι είναι οι πιο σημαντικοί παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση του καρκίνου της ουροδόχου κύστης;
Οι σημαντικότεροι παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση καρκίνου της ουροδόχου κύστης περιλαμβάνουν:
- Κάπνισμα – Οι καπνιστές έχουν έως και τρεις φορές περισσότερες πιθανότητες από τους μη καπνιστές να αναπτύξουν καρκίνο της ουροδόχου κύστης.
- Μεγαλύτερη ηλικία – Περίπου το 90% των ατόμων που έχουν διαγνωστεί με καρκίνο της ουροδόχου κύστης είναι άνω των 60.
- Το φύλλο- Οι άνδρες έχουν περίπου τρεις φορές περισσότερες πιθανότητες από τις γυναίκες να αναπτύξουν καρκίνο της ουροδόχου κύστης.
- Eπαγγελματική έκθεση σε χημικά καρκινογόνα όπως αρωματικές αμίνες, προϊόντα βενζολίου που συνδέονται με την εμφάνιση του καρκίνου της ουροδόχου κύστης. Αυτές οι χημικές ουσίες χρησιμοποιούνται στην κατασκευή καουτσούκ και πλαστικών, στη βιομηχανία βαφής και μερικές φορές στην εργασία ελαιοχρωματιστών, μηχανουργών, εκτυπωτών, κομμωτών, πυροσβεστών και οδηγών φορτηγών
- Συχνές λοιμώξεις – Ο ακανθοκυτταρικού τύπου καρκίνος της ουροδόχου κύστης έχει συνδεθεί με λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος (συμπεριλαμβανομένων των λοιμώξεων από παράσιτα) και πέτρες στην ουροδόχο κύστη που δεν έχουν αντιμετωπιστεί.
- Μακροχρόνια χρήση καθετήρα – Η χρήση καθετήρα ουροδόχου κύστης για μεγάλο χρονικό διάστημα μπορεί να συνδεθεί με την εμφάνιση ακανθοκυτταρικού τύπου καρκίνου.
- Προηγούμενες θεραπείες για καρκίνο – όπως χημειοθεραπεία με κυκλοφωσφαμίδη και ακτινοθεραπεία στην περιοχή της πυέλου.
- Οικογενειακό ιστορικό καρκίνου ουροδόχου κύστης – Ο κίνδυνος εμφάνισης καρκίνου της ουροδόχου κύστης αυξάνεται όταν υπάρχει ένας ή περισσότεροι στενοί συγγενείς με καρκίνο της ουροδόχου κύστης
- Πως γίνεται η διάγνωση του καρκίνου της ουροδόχου κύστης;
Οι εξετάσεις που πραγματοποιούνται όταν υπάρχει υπόνοια καρκίνου είναι οι ακόλουθες:
- Γενικές εξετάσεις αίματος και ούρων
- Υπερηχοτομογραφία νεφρών και ουροδόχου κύστης
- Κυτταρολογική εξέταση ούρων (δείγμα ούρων για τρείς ημέρες) όπου τα δείγματα θα ελεγχθούν για την παρουσία καρκινικών κυττάρων
- Κυστεοσκόπηση που είναι η εξέταση κατά την οποία ένα ειδικό εργαλείο το κυστεοσκόπιο εισέρχεται μέσω της ουρήθρας στην ουροδόχο κύστη όπου και γίνεται ενδελεχής επισκόπηση της εσωτερικής επιφάνειας του οργάνου. Η κυστεοσκόπηση μπορεί να γίνει με ένα εργαλεία που ονομάζεται εύκαμπτο κυστεοσκόπιο – ένα λεπτό, λυγισμένο σωλήνα με ένα φως και μια κάμερα στο ένα άκρο. Αυτή η εξέταση γίνεται υπό τοπική αναισθησία και διαρκεί λίγα λεπτά. Σε κάποιες περιπτώσεις η κυστεοσκόπηση γίνεται με υπό γενική αναισθησία χρησιμοποιώντας ένα ειδικό ημιάκαμπτο εργαλείο μέσω του οποίου λαμβάνεται και βιοψία δείγματος για παθολογοανατομική εξέταση.
- Αξονική ή μαγνητική τομογραφία. Οι εξετάσεις αυτές γίνονται για την εκτίμηση της επέκτασης του καρκίνου. Ως μέρος της εξέτασης, γίνεται ενδοφλέβια έγχυση μιας ουσίας που ονομάζεται σκιαγραφικό. Η ουσία αυτή καταλήγει μέσω της κυκλοφορίας του αίματός στα νεφρά, τους ουρητήρες και την ουροδόχο κύστη και βοηθά στην εμφάνιση μη φυσιολογικών περιοχών πιο καθαρά. Η λήψη εικόνων γίνεται συνήθως τρεις φορές: μία φορά πριν από την έγχυση της ουσίας, μία φορά αμέσως μετά και στη συνέχεια ξανά λίγο αργότερα. Η όλη εξέταση διαρκεί 30-45 λεπτά.
- Κάποιες φορές μπορεί επίσης να χρειαστούν άλλες απεικονιστικές εξετάσεις, όπως σπινθηρογράφημα οστών, ραδιοϊσοτόπων, ακτινογραφίες ή τομογραφία PET-CT
- Πως ταξινομείται ο καρκίνος της ουροδόχου κύστης;
Οι εξετάσεις που αναφέρθηκαν παραπάνω έχουν σκοπό όχι μόνο την διάγνωση του καρκίνου αλλά και την αξιολόγηση της επέκτασης της νόσου. Ο καρκίνος της ουροδόχου κύστης ταξινομείται ως:
- Μη μυοδιηθητικός καρκίνος (NMIBC) – Τα καρκινικά κύτταρα βρίσκονται μόνο στην εσωτερική επένδυση της ουροδόχου κύστης (ουροθήλιο) ή στο επόμενο στρώμα ιστού (lamina propria) και δεν έχουν αναπτυχθεί στα βαθύτερα μυικά στρώματα του τοιχώματος.
- Μυο-διηθητικός καρκίνος (MIBC) – Ο καρκίνος έχει εξαπλωθεί πέρα από το ουροθήλιο και τη lamina propria στο μυικό στρώμα της ουροδόχου κύστης, ή μερικές φορές μέσω του τοιχώματος της ουροδόχου κύστης στον περιβάλλοντα λιπώδη ιστό. Αυτός ο τύπος καρκίνου μπορεί να έχει εξαπλωθεί και στους λεμφαδένες.
- Προχωρημένος καρκίνος της ουροδόχου κύστης – Ο καρκίνος έχει εξαπλωθεί έξω από την ουροδόχο κύστη σε απομακρυσμένους λεμφαδένες ή άλλα όργανα του σώματος (μεταστάσεις).
Ο καρκίνος της ουροδόχου κύστης επίσης ταξινομείται με βάση τον βαθμό και την κατηγορία κινδύνου. Ο βαθμός αξιολογείται απο τα αποτελέσματα της βιοψίας. Ο βαθμός ουσιαστικά περιγράφει πόσο γρήγορα μπορεί να εξελιχθεί ο καρκίνος. Η γνώση του βαθμού βοηθά στην εκτίμηση της πρόβλεψης σχετικά με τον κίνδυνο επανεμφάνισης της νόσου και καθορίζει την ανάγκη για συμπληρωματική θεραπεία μετά τη χειρουργική επέμβαση. Έτσι ο καρκίνος μπορεί να είναι
- Χαμηλού βαθμού – Τα καρκινικά κύτταρα μοιάζουν με τα φυσιολογικά κύτταρα της ουροδόχου κύστης και συνήθως αναπτύσσονται αργά. Είναι λιγότερο πιθανό να εισβάλουν στα βαθύτερα στρώματα της κύστης και να εξαπλωθούν.
- Υψηλός βαθμός – Τα καρκινικά κύτταρα παρουσιάζουν πολλές ανωμαλίες και αναπτύσσονται γρήγορα. Είναι πιθανόν να εξαπλωθούν τόσο στο μυ της ουροδόχου κύστης όσο και έξω από την ουροδόχο κύστη.
Ο καρκίνος in situ (στάδιο Tis στο σύστημα TNM) είναι ένας υψηλού βαθμού καρκίνος που πρέπει να αντιμετωπιστεί γρήγορα για να αποφευχθεί η διείσδυση του στο μυϊκό στρώμα.
- Ποιά είναι η πρόγνωση του καρκίνου της ουροδόχου κύστης;
Γενικά, όσο νωρίτερα διαγνωστεί ο καρκίνος της ουροδόχου κύστης, τόσο καλύτερη είναι η πρόγνωση. Η εκτίμηση της πρόγνωσης βασίζεται:
- στα αποτελέσματα των απεικονιστικών εξετάσεών
- στον τύπο του καρκίνου
- στο στάδιο
- στον βαθμό και την κατηγορία κινδύνου
- Στην ανταπόκριση στην αρχική θεραπεία
- Σε άλλους παράγοντες όπως η ηλικία, η φυσική κατάσταση και το ιατρικό ιστορικό
- Ποιά είναι η θεραπεία του καρκίνου της ουροδόχου κύστης;
- Διουρηθρική θεραπεία: διουρηθρική εκτομή όγκου κύστης (TURBT)
Η διουρηθρική εκτομή του όγκου της ουροδόχου κύστης έχει διαγνωστικό και θεραπευτικό ρόλο όταν τα καρκινικά κύτταρα βρίσκονται μόνο στα εσωτερικά στρώματα της ουροδόχου κύστης (μη μυϊκός διηθητικός καρκίνος της ουροδόχου κύστης ή NMIBC).
Η επέμβαση γίνεται υπό γενική αναισθησία με τη χρήση ενός ειδικού εργαλείου που ονομάζεται ρεζεκτοσκόπιο. Η επέμβαση, αναλόγως το μέγεθος του όγκου, διαρκεί 15-40 λεπτά. Κατά την TURBT το άκαμπτο κυστεοσκόπιο περνά μέσα από την ουρήθρα στην ουροδόχο κύστη, ώστε ο χειρουργός να μπορεί να δει το εσωτερικό της ουροδόχου κύστης σε μια οθόνη. Ο χειρουργός έτσι μπορεί να αφαιρέσει τον όγκο τον οποίο και αποστέλει για ιστολογική εξέταση. Εάν ο καρκίνος έχει εξαπλωθεί στη lamina propria ή είναι υψηλού βαθμού, μπορεί να χρειαστεί ένα δεύτερο TURBT 2-6 εβδομάδες μετά την πρώτη διαδικασία για να επιβεβαιωθεί ότι όλα τα καρκινικά κύτταρα έχουν αφαιρεθεί. Εάν ο καρκίνος επανέλθει μετά την αρχική επέμβαση, μπορεί πραγματοποιηθεί άλλο ένα TURBT ή να προταθεί η αφαίρεση της ουροδόχου κύστης, μια επέμβαση γνωστή και ως κυστεκτομή
Η διουρηθρική εκτομή του όγκου συνήθως συνδυάζεται με ενδοκυστική χημειοθεραπεία ή ανοσοθεραπεία, δηλαδή την έγχυση φαρμάκων απευθείας στην ουροδόχο κύστη (ενδοκυστική).
Ενδοκυστική θεραπεία: ενδοκυστική χημειοθεραπεία ή ενδοκυστική ανοσοθεραπεία
Η ενδοκυστική θεραπεία βασίζεται στην έγχυση φαρμάκων κατευθείαν στην ουροδόχο κύστη με σκοπό την καταστροφή ή την επιβράδυνση της ανάπτυξης των καρκινικών κυττάρων. Υπάρχουν 2 είδη ενδοκυστικής θεραπείας, η ενδοκυστική χημειοθεραπεία και η ενδοκυστική ανοσοθεραπεία. Κατά την ενδοκυστική θεραπεία τα φάρμακα τοποθετούνται απευθείας στην ουροδόχο κύστη χρησιμοποιώντας έναν καθετήρα (ένα λεπτό, εύκαμπτο σωλήνα) που εισάγεται μέσω της ουρήθρας. Η ενδοκυστική ανοσοθεραπεία είναι η θεραπεία που χρησιμοποιεί τη φυσική άμυνα του σώματος (ανοσοποιητικό σύστημα) για την καταπολέμηση ασθενειών.
- Χειρουργική θεραπεία: ριζική κυστεκτομή
Η ριζική κυστεκτομή είναι η χειρουργική επέμβαση για την αντιμετώπιση του επιθετικού καρκίνου της ουροδόχου κύστης και περιλαμβάνει στον άνδρα την αφαίρεση της ουροδόχου κύστης και του προστάτη ενώ στις γυναίκες αφαιρείτα μαζί με την ουροδόχο κύστη, η μήτρα, οι σάλπιγγες, οι ωοθήκες και το πρόσθιο τοίχωμα του κόλπου. Και στα δύο φύλλα αφαιρούνται επίσης οι λεμφαδένες. Η επέμβαση ακολουθείται με την δημιουργία συστήματος εκτροπής ούρων που μπορεί να είναι είτε μέσω κατεθείας ένωσης των ουρητήρων στο δέρμα (ουρητηροδερμοστομίες) είτε με την διαμόρφωση τμήματος εντέρου ως αγωγό στο δέρμα (ουρητηροειλεοδερματοστομίες) ή ως νεοκύστη στην ουρήθρα (ορθότοπη νεοκύστη).
Η ριζική κυστεκτομή συστήνεται σε περιπτώσεις μυοδιηθητικής νόσου καθώς και σε περιπτώσεις επιθετικής μορφής μη μυοδιηθητικής νόσου.
Η ριζική κυστεκτομή είναι μια δύσκολη και περίπλοκη επέμβαση και πρέπει να πραγματοποιείται σε εξειδικευμένο κέντρο με χειρουργό με μεγάλη εμπειρία.
Η ριζική κυστεκτομή μπορεί να γίνει είτε με την κλασσική ανοιχτή μέθδο είτε με την λαπαροσκοπική τεχνική γνωστή ως ελάχιστα επεμβατική ή λαπαροσκοπική ριζική κυστεκτομή. Τα ογκολογικά αποτελέσματα της ανοιχτής και της λαπαροσκοπικής μεθόδου είναι τα ίδια αλλά η λαπαροσκοπική μέθοδο χαρακτηρίζεται από
- Μικρότερη απώλεια αίματος
- Μικρότερο μετεγχειρητικό πόνο
- Γρηγορότερη ανάρρωση
- Ταχύτερη επαναφορά στις φυσιολογικές δραστηριότητες
Στο Central Urology πραγματοποιείται ένας απο τους μεγαλύτερους αριθμούς λαπαροσκοπικών ριζικών κυστεκτομών στην Ελλάδα γεγονός που εξασφαλίζει την απαιτούμενη εμπειρία και εγγυάται για το βέλτιστο δυνατό ογκολογικό αποτέλεσμα καθώς και την ασφάλεια της επέμβασης.
- Συστηματική χημειοθεραπεία
Η χημειοθεραπεία χρησιμοποιεί φάρμακα για να σκοτώσει ή να επιβραδύνει την ανάπτυξη των καρκινικών κυττάρων. Ο στόχος είναι να καταστραφούν τα καρκινικά κύτταρα προκαλώντας παράλληλα τη μικρότερη δυνατή βλάβη στα υγιή κύτταρα. Για τον επιθετικό τύπο καρκίνου της ουροδόχου κύστης, τα φάρμακα εγχέονται σε φλέβα (ενδοφλεβίως).
Η συστηματική χημειοθεραπεία για τον μυητικό διηθητικό καρκίνο της ουροδόχου κύστης χρησιμοποιείται:
- πριν από τη χειρουργική επέμβαση (εισαγωγική ή νεοεπικουρική χημειοθεραπεία) – για να συρρικνωθεί ο καρκίνος και να καταστεί ευκολότερη η αφαίρεσή του
- μετά την χειρουργική επέμβαση (επικουρική χημειοθεραπεία) – εάν υπάρχει υψηλός κίνδυνος επανεμφάνισης του καρκίνου.
- για τον καρκίνο της ουροδόχου κύστης που έχει εξαπλωθεί σε άλλα μέρη του σώματος -μεταστατικός καρκίνος
Οι παρενέργειες της χημειοθεραπείας ποικίλλουν και μπορεί να περιλαμβάνουν κόπωση, ναυτία και έμετο, δυσκοιλιότητα, πληγές στο στόμα, αλλαγές γεύσης, φαγούρα στο δέρμα, απώλεια μαλλιών, κουδούνισμα στα αυτιά και μυρμήγκιασμα ή μούδιασμα των δακτύλων των χεριών ή των ποδιών. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι παρενέργειες διαρκούν μόνο λίγες εβδομάδες ή μήνες, αν και μερικές φορές είναι μόνιμες.
- Ακτινοθεραπεία
Κατά την ακτινοθεραπεία χρησιμοποιείται μια ελεγχόμενη δόση ακτινοβολίας για να σκοτώσει ή να βλάψει τα καρκινικά κύτταρα. Η ακτινοβολία είναι συνήθως με τη μορφή ακτίνων Χ. Η ακτινοθεραπεία για τη θεραπεία του καρκίνου της ουροδόχου κύστης χρησιμοποιείται ως μέρος της τριπλής θεραπείας, είτε μόνη της είτε σε συνδυασμό με χημειοθεραπεία.
Η ακτινοθεραπεία για τον καρκίνο της ουροδόχου κύστης μπορεί να προκαλέσει προσωρινές παρενέργειες, συμπεριλαμβανομένης της συχνουρίας, του αισθήματος καύσους, την κόπωση, την απώλεια όρεξης, την διάρροια και τον πόνο γύρω από την περιοχή του πρωκτού.
Τα συμπτώματα τείνουν να συσσωρεύονται κατά τη διάρκεια της θεραπείας και συνήθως αρχίζουν να βελτιώνονται μέσα σε λίγες εβδομάδες μετά το τέλος της θεραπείας. Λιγότερο συχνά, η ακτινοθεραπεία μπορεί να επηρεάσει μόνιμα το έντερο ή την ουροδόχο κύστη.
- Ανοσοθεραπεία
Η ανοσοθεραπεία χρησιμοποιεί το ανοσοποιητικό σύστημα του σώματος για την καταπολέμηση του καρκίνου. Το BCG είναι ένας τύπος ανοσοθεραπείας που χρησιμοποιείται εδώ και πολλά χρόνια για τη θεραπεία του μη μυο-διηθητικού καρκίνου της ουροδόχου κύστης. Μια νεότερη ομάδα φαρμάκων ανοσοθεραπείας που ονομάζονται αναστολείς σημείων ελέγχου λειτουργούν βοηθώντας το ανοσοποιητικό σύστημα να αναγνωρίσει και να επιτεθεί στον καρκίνο. Μερικά άτομα με προχωρημένο καρκίνο της ουροδόχου κύστης μπορεί να έχουν φάρμακα ανοσοθεραπείας σημείου ελέγχου. Τα φάρμακα χορηγούνται απευθείας στην φλέβα και η θεραπεία επαναλαμβάνεται κάθε 2-6 εβδομάδες.
Όπως όλες οι θεραπείες, οι αναστολείς σημείων ελέγχου μπορεί να προκαλέσουν παρενέργειες. Επειδή αυτά τα φάρμακα δρουν στο ανοσοποιητικό σύστημα, μπορούν μερικές φορές να προκαλέσουν το ανοσοποιητικό σύστημα να επιτεθεί σε υγιή κύτταρα σε οποιοδήποτε μέρος του σώματος. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μια ποικιλία παρενεργειών όπως δερματικό εξάνθημα, διάρροια, αναπνευστικά προβλήματα, φλεγμονή του ήπατος, ορμονικές αλλαγές και προσωρινή αρθρίτιδα.